κλώσημα

κλώσημα
το, -ατος
1. η επώαση.
2. το σύνολο των αβγών που επωάζει η κλώσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επώαση — η 1. η φυσιολογική εξέλιξη του αβγού ως την εκκόλαψή του, το κλώσημα. 2. (ιατρ.), το χρονικό διάστημα από την εισχώρηση μικροβίου στον οργανισμό ως την εκδήλωση της αρρώστιας. 3. μτφ., προπαρασκευή στα κρυφά: Επώαση πραξικοπήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκλωσώ — ξεκλώσησα, για πτηνά, παύω να κλωσώ, εγκαταλείπω το κλώσημα: Ξεκλώσησαν οι κότες μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”